Θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα στη ζωή του μετά το κλείσιμο
του Alter, όμως εκείνος επέλεξε να γίνει μέλος συγκροτήματος που
υπηρετεί την rhythm & blues μουσική.
Ο λόγος για τον πληθωρικό Νίκο Τσιαμτσίκα ο οποίος σήμερα τραγουδάει με την μπάντα του και δηλώνει ευτυχισμένος. «Μουσική έπαιζα από πολύ πιτσιρίκι στην Άρτα» λέει στο nocomments και συνεχίζει: «Είμαι το μουσικό γένος Σούκα. Ο Κωστάκης λοιπόν από το Κομπότι-ενας ξάδελφος μου-είχε μια κιθαρίτσα, φτιάξαμε κι ένα μπάσο κι αρχίσαμε οι δυό μας. Μετά βρήκαμε κι ένα ντράμερ και ξεκινήσαμε να παίζουμε. Αλλά στην Άρτα τα πράγματα ήτανε μαζεμένα. Μετά όταν ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω φτιάξαμε ένα συγκρότημα που λεγότανε «Ηλεκτρικοί Οργανοπαίκτες». Κάποια στιγμή σταμάτησα αλλά ξαναζεστάθηκε το ενδιαφέρον μετά το δίσκο... Είχε και το στούντιο ο Ζήσης ο Τράμπαρης, ο κουμπάρος μου και με βοήθησε πάρα πολύ. Αλλά επαγγελματικά αυτό για μένα ήταν η ταφόπλακα μου. Κι ενώ στην αρχή είχα και φίλους μέσα από το κανάλι που παίζαμε-είχα τον Δημήτρη τον Μαθέα- κατάλαβα ότι το κανάλι αυτό δεν το ήθελε. Κι αναγκάστηκα να διώξω τα άτομα που σχετίζονταν με το κανάλι. Δηλαδή του Μαθέα εγώ του είπα να καθίσει στην άκρη. Ο κακομοίρης ήταν η ψυχή της μπάντας. Αλλά γενικά και εκεί είναι δύσκολα. Ξέρεις πόσα συγκροτήματα είμαστε; Χιλιάδες;»
Στην ερώτηση αν βγαίνει μεροκάματο από αυτή την ενασχόλησή του, ο άλλοτε ρεπόρτερ της... Βαρβακείου απαντά: «Μπα, βάζουμε κι από την τσέπη μας. Απλά είναι σαν μηχανή του χρόνου. Και με κάνει και νιώθω σαν ένα μπουκάλι παλιό κρασί. Δηλαδή ότι είναι καλό που μεγαλώνω. Εγώ ζω για τα μπλουζ. Αλλά είναι σκληρός χώρος. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Υπάρχουν μπάντες παλιές που δεν αφήνουν εύκολα χώρο για καινούριους. Αυτός είναι δημοσιογράφος... τι δουλειά έχει με τα μπλουζ. Σκληρός ανταγωνισμός ακόμη και στο χόμπι».
Ο λόγος για τον πληθωρικό Νίκο Τσιαμτσίκα ο οποίος σήμερα τραγουδάει με την μπάντα του και δηλώνει ευτυχισμένος. «Μουσική έπαιζα από πολύ πιτσιρίκι στην Άρτα» λέει στο nocomments και συνεχίζει: «Είμαι το μουσικό γένος Σούκα. Ο Κωστάκης λοιπόν από το Κομπότι-ενας ξάδελφος μου-είχε μια κιθαρίτσα, φτιάξαμε κι ένα μπάσο κι αρχίσαμε οι δυό μας. Μετά βρήκαμε κι ένα ντράμερ και ξεκινήσαμε να παίζουμε. Αλλά στην Άρτα τα πράγματα ήτανε μαζεμένα. Μετά όταν ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω φτιάξαμε ένα συγκρότημα που λεγότανε «Ηλεκτρικοί Οργανοπαίκτες». Κάποια στιγμή σταμάτησα αλλά ξαναζεστάθηκε το ενδιαφέρον μετά το δίσκο... Είχε και το στούντιο ο Ζήσης ο Τράμπαρης, ο κουμπάρος μου και με βοήθησε πάρα πολύ. Αλλά επαγγελματικά αυτό για μένα ήταν η ταφόπλακα μου. Κι ενώ στην αρχή είχα και φίλους μέσα από το κανάλι που παίζαμε-είχα τον Δημήτρη τον Μαθέα- κατάλαβα ότι το κανάλι αυτό δεν το ήθελε. Κι αναγκάστηκα να διώξω τα άτομα που σχετίζονταν με το κανάλι. Δηλαδή του Μαθέα εγώ του είπα να καθίσει στην άκρη. Ο κακομοίρης ήταν η ψυχή της μπάντας. Αλλά γενικά και εκεί είναι δύσκολα. Ξέρεις πόσα συγκροτήματα είμαστε; Χιλιάδες;»
Στην ερώτηση αν βγαίνει μεροκάματο από αυτή την ενασχόλησή του, ο άλλοτε ρεπόρτερ της... Βαρβακείου απαντά: «Μπα, βάζουμε κι από την τσέπη μας. Απλά είναι σαν μηχανή του χρόνου. Και με κάνει και νιώθω σαν ένα μπουκάλι παλιό κρασί. Δηλαδή ότι είναι καλό που μεγαλώνω. Εγώ ζω για τα μπλουζ. Αλλά είναι σκληρός χώρος. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Υπάρχουν μπάντες παλιές που δεν αφήνουν εύκολα χώρο για καινούριους. Αυτός είναι δημοσιογράφος... τι δουλειά έχει με τα μπλουζ. Σκληρός ανταγωνισμός ακόμη και στο χόμπι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας είναι απαραίτητα, αρκεί να μην είναι υβριστικά ή διαφημιστικά...