Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

"Ανοιξα ένα μαγαζάκι για να ζήσω"

Η μαρκίζα δεν είναι έντονα φωτισμένη με μεγάλα γράμματα. Η πίστα αποτελεί παρελθόν, ενώ το μικρόφωνο έχει αντικατασταθεί από μια μικρή ταμειακή μηχανή. Ενα μικρό μαγαζάκι είναι πλέον το «βασίλειο» της μεγάλης τραγουδίστριας. «Ανοιξα αυτό το μαγαζάκι για να βγάζω τα προς το ζην!» Η μεγάλη κυρία του ελληνικού πενταγράμμου, Τζένη Βάνου που κυριάρχησε στις μεγαλύτερες πίστες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης περνάει πλέον τις ώρες της πίσω από την ταμειακή μηχανή ενός συνοικιακού μίνι μάρκετ.
   
Το «Αγρίμι», όπως την αποκαλούσαν στη δεκαετία του ’60, δεν ξενυχτάει πια διασκεδάζοντας τους θαμώνες των νυχτερινών κέντρων. Η ημέρα της ξεκινάει νωρίς το πρωί στο «Τζένης Μάρκετ» με ένα φλιτζάνι μυρωδάτο, βαρύ γλυκό ελληνικό καφέ και μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της, που μένει να αργοκαίει στο σταχτοδοχείο ενώ εκείνη παραλαμβάνει τις κούτες με το εμπόρευμα. «Στις αρχές μού φαίνονταν όλα τόσο παράξενα. Οι κούτες, για παράδειγμα, γράφουν επάνω το πραγματικό μου όνομα: Ευγενία Βραχνού. Κάθε φορά λοιπόν που το έβλεπα έλεγα “Ελα, Χριστέ και Παναγιά μου” και γελούσα μόνη μου».

Η ταμπέλα του μαγαζιού φέρει το όνομά της με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα. «Ηταν ιδέα του γιου μου να το πούμε “Τζένης μάρκετ”. Τελικά διαπιστώνω πως μου αρέσει κιόλας» λέει γελώντας, ενώ τοποθετεί στα ράφια μπισκότα και σοκολάτες. Στη γειτονιά όλοι ξέρουν πως το μικρό μαγαζάκι ανήκει στη γλυκιά Τζένη, που κάποτε αποθεωνόταν όταν τραγουδούσε τα σουξέ της εποχής και μοιραζόταν την πίστα με τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Ρίτα Σακελαρίου και τη Δούκισσα. «Ο κόσμος ήξερε από την αρχή ότι ανήκει σε εμένα. Εχω το μαγαζί κοντά έξι μήνες τώρα και διαπιστώνω πως όλοι εδώ γύρω είναι καλοί και φιλικοί άνθρωποι. Καμιά φορά οι πελάτες μου ζητάνε να τους πω και κανένα τραγουδάκι».

Φιλική και γλυκιά όπως ήταν πάντα, ακόμα και την εποχή της μεγάλης δόξας της, μας μιλά και θυμάται τα όμορφα χρόνια. «Μύρισε το γιασεμί, είναι στον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας και όμως η μυρωδιά του φτάνει μέχρι εδώ. Εχει σκαρφαλώσει στο τοίχο σαν να θέλει να φτάσει τον ουρανό. Κάποτε οι δρόμοι μύριζαν γιασεμί και βασιλικό. Αλλες εποχές», λέει αναπολώντας όμορφες εικόνες των νεανικών της χρόνων.

«Μεγάλωνα με το όνειρο να γίνω τραγουδίστρια. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να το ακούσει καν. Η μητέρα μου ήταν πιο δεκτική. Οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι και κάθε φορά που πήγαινα για να μείνω στη μητέρα μου, τραγουδούσα από το πρωί που ξυπνούσα» λέει και το πρόσωπό της φωτίζεται.

«Ξεκίνησα να τραγουδάω το 1959. Οταν το έμαθε ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι. Βρήκα τις βαλίτσες μου στην εξώπορτα. Τελικά, μετά από μερικούς μήνες με βρήκε ο ίδιος και μου ζήτησε συγγνώμη».

Η Τζένη διέπρεψε δίπλα σε μεγάλους συνθέτες και καλλιτέχνες. Το όνομά της δέσποζε στις μαρκίζες των νυχτερινών κέντρων και στις κοσμικές ταβέρνες. Είναι ίσως η μοναδική τραγουδίστρια του ελαφρού ρεπερτορίου που αγαπήθηκε τόσο πολύ. «Η αλήθεια είναι πως έπαιρνα πολλή αγάπη από τον κόσμο και είχα πάντα δουλειά. Ποτέ δεν έζησα το σταριλίκι της εποχής και παρ’ όλο που όταν τραγουδούσα αισθανόμουν ευλογημένη, δεν σας κρύβω πως για εμένα το τραγούδι ήταν απλά ένα επάγγελμα. Αλλωστε, το έχω ξαναπεί. Και μη φανταστείτε πως οι τραγουδιστές της γενιάς μου πήραμε λεφτά. Πληρωνόμασταν με 200-300 δραχμές, όταν 5.000 δραχμές έπαιρνε ο Καζαντζίδης».

Απόλυτα ειλικρινής, η Τζένη Βάνου δεν διστάζει να εξομολογηθεί πως το μίνι μάρκετ ήταν δική της ιδέα προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τα παιδιά της και να έχει μια αξιοπρεπή ζωή. «Και λοιπόν; Τι σημασία έχει που είμαι η Τζένη Βάνου; Κάνω μια καθωσπρέπει δουλειά. Ηθελα καιρό τώρα να έχω κάτι δικό μου. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Από την άλλη, ήθελα να έχω το δικαίωμα της επιλογής. Δεν έχω το κουράγιο πλέον να ξενυχτάω ούτε να τραγουδάω κάπου που δεν μου αρέσει» λέει με πάθος και τονίζει: «Επειτα εγώ κάποια στιγμή θα φύγω από τη ζωή. Αυτό θα μείνει στον γιο μου και την κόρη μου».

Φαίνεται πως έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι τα παλιά μεγαλεία ανήκουν στο παρελθόν. «Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος του γκλάμουρ. Πάντα με τραβούσε περισσότερο το σπίτι και τα παιδιά μου. Ζω 22 χρόνια μόνη. Χωρίς σύντροφο. Τα παιδιά μου αποκαταστάθηκαν, οπότε έχω πολύ καιρό να σκεφτώ. Ο θάνατος δεν με φοβίζει. Με φοβίζει το μετά. Στεναχωριέμαι επειδή δεν ξέρω αν μετά θάνατον θα μπορώ να τραγουδάω και αν θα βλέπω τα παιδιά και τον εγγονό μου».

Ο μικρός Βασίλης είναι η αδυναμία της γιαγιάς Τζένης. «Μου δίνει ζωή», λέει και το πρόσωπό της γλυκαίνει περισσότερο καθώς τον βλέπει από την τζαμαρία να μπαίνει στο μαγαζί μαζί με τον γιο της. «Να, γι’ αυτούς τα κάνω όλα. Οπως κάθε γονιός» λέει και κοιτάζει προς τα ράφια που είναι αραδιασμένα τα περιοδικά: «Βρε Μιχάλη, το DVD της Τζούλιας ξεπούλησε;» φωνάζει ξαφνικά στον γιο της και έπειτα γυρνώντας προς το μέρος μας, λέει: «Ε, ναι! Είχα και εγώ τα DVD της Τζούλιας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας είναι απαραίτητα, αρκεί να μην είναι υβριστικά ή διαφημιστικά...

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...