Άκρως αποκαλυπτική και αυτοβιογραφική είναι η συνέντευξη που έδωσε ο καταξιωμένος ερμηνευτής σε κυριακάτικη εφημερίδα. Εκεί που μεταξύ άλλων μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, την μοναξιά και το μέγεθος της μύτης του.
«Και βέβαια έκανα επέμβαση! Της έκανα αυξητική», ήταν η χαριτωμένη απάντηση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου όταν ρωτήθηκε από την δημοσιογράφο της Real αν σκέφτηκε ποτέ να κάνει πλαστική στην μύτη του. Μια απολύτως θεμιτή ερώτηση μετά την απάντηση του καλλιτέχνη ότι θεωρεί αυτοβιογραφικό του τραγούδι τη Σφεντόνα και τους στίχους «Γεννήθηκα σ' ένα χωριό, Τετάρτη μεσημέρι. Γιατρός δε με ξεπέταξε μα μιας μαμής το χέρι. Οι συγγενείς μαζεύτηκαν από νωρίς στο σπίτι. Πώς είναι έτσι το παιδί και τι μεγάλη μύτη».
Στα πλαίσια της ίδιας συνέντευξης ο Παπακωνσταντίνου μίλησε πολύ τρυφερά για τα παιδικά του χρόνια «Εγώ, μικρός, ήμουν ψωνάρα. Ήμουν άρτιος κατασκευαστής χαρταετών και εφευρέτης ενός μηχανισμού φρεναρίσματος για ξύλινα πατίνια. Ζούσα σε ένα φτωχικό χωριό. Στην Αθήνα ήρθα 8 χρονών και αυτό που έκανε εντύπωση ήταν όταν είδα πρώτη φορά μοτοσυκλέτες, ποδήλατα και αυτοκίνητα. Στο χωριό δεν είχαμε ούτε ποδήλατα, ούτε δρόμο».
Όσον αφορά την πρώτη επαφή του με το τραγούδι, είχε να πει «Μην έχοντας τι άλλο να κάνουμε στο χωριό, στη δεκαετία του '50, η μόνη επαφή με την τέχνη, πέρα από τις φωνές των πουλιών και τους ήχους της φύσης, ήταν το τραγούδισμα. Μαζευόταν κάποιοι κάτοικοι του χωριού για να καθαρίσουν καλαμπόκι, όλοι μαζί στο ένα σπίτι τη μια μέρα, στο άλλο την άλλη, δημιουργώντας άρρηκτους δεσμούς... ήταν ένας σπουδαίος τρόπος ζωής. Εκεί, ανακάλυψα ότι με μαγεύει να ακούω τη μάνα και την αδελφή μου να τραγουδάνε. Και ο αντίκτυπος ήταν να τραγουδήσω κι εγώ».
«Και βέβαια έκανα επέμβαση! Της έκανα αυξητική», ήταν η χαριτωμένη απάντηση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου όταν ρωτήθηκε από την δημοσιογράφο της Real αν σκέφτηκε ποτέ να κάνει πλαστική στην μύτη του. Μια απολύτως θεμιτή ερώτηση μετά την απάντηση του καλλιτέχνη ότι θεωρεί αυτοβιογραφικό του τραγούδι τη Σφεντόνα και τους στίχους «Γεννήθηκα σ' ένα χωριό, Τετάρτη μεσημέρι. Γιατρός δε με ξεπέταξε μα μιας μαμής το χέρι. Οι συγγενείς μαζεύτηκαν από νωρίς στο σπίτι. Πώς είναι έτσι το παιδί και τι μεγάλη μύτη».
Στα πλαίσια της ίδιας συνέντευξης ο Παπακωνσταντίνου μίλησε πολύ τρυφερά για τα παιδικά του χρόνια «Εγώ, μικρός, ήμουν ψωνάρα. Ήμουν άρτιος κατασκευαστής χαρταετών και εφευρέτης ενός μηχανισμού φρεναρίσματος για ξύλινα πατίνια. Ζούσα σε ένα φτωχικό χωριό. Στην Αθήνα ήρθα 8 χρονών και αυτό που έκανε εντύπωση ήταν όταν είδα πρώτη φορά μοτοσυκλέτες, ποδήλατα και αυτοκίνητα. Στο χωριό δεν είχαμε ούτε ποδήλατα, ούτε δρόμο».
Όσον αφορά την πρώτη επαφή του με το τραγούδι, είχε να πει «Μην έχοντας τι άλλο να κάνουμε στο χωριό, στη δεκαετία του '50, η μόνη επαφή με την τέχνη, πέρα από τις φωνές των πουλιών και τους ήχους της φύσης, ήταν το τραγούδισμα. Μαζευόταν κάποιοι κάτοικοι του χωριού για να καθαρίσουν καλαμπόκι, όλοι μαζί στο ένα σπίτι τη μια μέρα, στο άλλο την άλλη, δημιουργώντας άρρηκτους δεσμούς... ήταν ένας σπουδαίος τρόπος ζωής. Εκεί, ανακάλυψα ότι με μαγεύει να ακούω τη μάνα και την αδελφή μου να τραγουδάνε. Και ο αντίκτυπος ήταν να τραγουδήσω κι εγώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας είναι απαραίτητα, αρκεί να μην είναι υβριστικά ή διαφημιστικά...